- επινεύω
- (AM ἐπινεύω) [νεύω]1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω για να δείξω τη συγκατάθεσή μου («κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῡσε Κρονίων», Ομ. Ιλ.)2. εγκρίνω, επιδοκιμάζω («τοῡθ’ ὁμολογήσας καὶ ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι», Αισχίν.)αρχ.1. υπόσχομαι («τάδε Ζεὺς οὑμὸς ἐπένευσεν πατήρ», Ευρ.)2. επιτρἐπω3. κλίνοντας το κεφάλι διατάζω κάποιον να κάνει κάτι («ὅγ’ ἐπ’ ὀφρύσι νεῡσε σιωπῇ Φοίνικι στορέσαι πυκινόν λέχος», Ομ. Ιλ.)4. γέρνω προς τα μπρος το κεφάλι («κόρυθι δ’ ἐπένευε φαεινῇ», Ομ. Ιλ.)5. κλίνω προς κάποιον, υποστηρίζω κάποιον («ἐπένευσεν εἰς ἐκεῑνον ἡ βουλὴ πάλιν», Αριστοφ.)6. ξαπλώνω σε επικλινές έδαφος7. ανυψώνω.
Dictionary of Greek. 2013.